συνοργανισμός

συνοργανισμός
ο, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνοργανίζω
2. συνεκδ. α) η προσαρμογή κάθε μουσικού οργάνου ορχήστρας στη μουσική σύνθεση
β) ο τρόπος κατά τον οποίο είναι διατεταγμένο το ενόργανο μέρος μιας μουσικής σύνθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοργανίζω. Η λ., στον πληθ. συνοργανισμοί, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνοργάνωση — η, Ν [συνοργανώνω] μουσ. συνοργανισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”